- βαζοπρεσίνη
- Διεθνής ονομασία της αντιδιουρητικής ορμόνης, που εκκρίνεται από τον οπίσθιο λοβό της υπόφυσης. Η ορμόνη αυτή προκαλεί σύσπαση των περιφερειακών αγγείων, με αποτέλεσμα την αύξηση της πίεσης του αίματος και ελαττώνει το ποσό των εκκρινόμενων ούρων (αντιδιουρητική επίδραση). Η β. παράγεται από τα νευροεκκριτικά κύτταρα του υποθαλάμου, που βρίσκονται στους υπεροπτικούς πυρήνες και από εκεί εισέρχεται στην υπόφυση μέσα από τις νευρικές ίνες. Από χημική άποψη είναι ένα οκταπεπτίδιο (μοριακό βάρος 1084), αποτελείται δηλαδή από οκτώ αμινοξέα, που τα πέντε από αυτά σχηματίζουν έναν δακτύλιο και τα υπόλοιπα τρία μια πλευρική αλυσίδα. Στα περισσότερα ζώα και στους ανθρώπους η β. αποτελείται από τυροσίνη, φαινυλαλανίνη, γλουταμίνη, ασπαραγίνη, κυστεΐνη, προλίνη, αργινίνη και γλυκίνη. Στο αίμα η β. κυκλοφορεί ελεύθερα χωρίς να είναι δεσμευμένη με λευκώματα, γεγονός που δείχνει ότι εκκρίνεται γρήγορα και ότι αποικοδομείται επίσης γρήγορα. Η έλλειψη β. προκαλεί άποιο διαβήτη, κατά τον οποίο αυξάνεται έντονα η αποβολή ούρων και δημιουργείται νοσηρή κατάσταση.
Dictionary of Greek. 2013.